Σάββατο, Ιουλίου 15, 2006

Κάτι απ' τα παλιά

Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
Μερικές φορές όσο και αν προσπαθούμε δεν διακρίνουμε τα χρώματα. Ο κόσμος θυμίζει ασπρόμαυρη ταινία. Παρ' όλα αυτά, μέσα στην παρά τη θέλησή μας ροή των ημερών υπάρχουν κάποια μέρη που μας συγκινούν. Ξεκινάμε λοιπόν μέσα από την αθέλητη μοναξιά μας -ασύνειδα σχεδόν- για τις μικρές μας πατρίδες. Χώρους που ανεξάρτητα με τη θέση τους αισθανόμαστε ασφαλείς. Είναι το προαύλιο μιας εκκλησίας κάτω από την Ακρόπολη, δυό ιτιές, μερικές σκόρπιες ελιές και τσιμεντένια καθίσματα. Ο απόηχος της πόλης σπάνια φτάνει μέχρι εκεί. Τώρα το φθινόπωρο οι περαστικοί λιγοστεύουν, το καλοκαίρι μοιάζουν με τσαμπιά κορινθιακής σταφίδας. Γράφοντας συνειδητοποιώ όχι μόνο την ηθελημένη αδυναμία μου στην περιγραφή του χώρου, φοβάμαι αν φύγει. Σ' ένα τέτοιο μέρος θα μπορούσε να αρχίσει ένα παραμύθι. Νομίζω ότι όταν ήμουνα μικρός άκουγα πολλά παραμύθια, τα πίστεψα, τα αγάπησα. Μόνο που η πραγματικότητα όσο και αν ακόμα υπάρχουν πρίγκιπες και πριγκίπισσες έχει δόντια. Δόντια που μπήγονται στη σάρκα, νύχια που κρύβονται στη χούφτα για αντιπερισπασμό στον πόνο. Η αλήθεια είναι σαν παραμύθι, το μόνο ίσως που προκαλεί τόσο ανάμεικτα συναισθήματα. Η ώρα του δειλινού στην πλατεία του Αγίου Φιλίππου σε γεμίζει νοσταλγία. Νοσταλγείς όχι μόνο αυτά που έζησες και δεν έχεις πια αλλά και ό,τι δεν πρόλαβες να ζήσεις. 'Οσα τσιγάρα και να ανάψεις, όσες μπύρες και να πιείς, το αποτέλεσμα το ίδιο. Όταν είσαι μόνος, η ώρα του λυκόφωτος συνειρμικά καθαρά, όπως η μέρα χάνει τον ήλιο, σου υπενθυμίζει τι δεν έχεις. Τότε μπορεί να δακρύζεις, να κλαίς ή να κρατάς σιωπή μήπως ξυπνήσεις τη γαλήνη. Βυθίζεσαι μέσα σου, εσύ ο κυβερνήτης του υποβρύχιου, εσύ και η νάρκη. Πόσο να μπορέσεις να κρατηθείς. Συχνά κλαίς γιατί πρέπει να κλάψεις και τότε, τότε γίνεσαι στρείδι φοβισμένο, κι άλλοτε ρόδι σπασμένο. Ξεχνιέσαι, νομίζεις ότι απευθύνεσαι στην συντροφιά που δεν έχεις και μονολογείς, όχι κάνεις διάλογο. Το κακό είναι ότι πάντα προσπαθείς να κάνεις διάλογο και περιορίζεσαι σ' ένα ή πολλά γιατί. Αν μπορούσες να απαντήσεις θα ήσουν καλύτερα, μα αν ήσουν δεν θα χρειαζόταν κι η απάντηση, δεν θα σε ενδιέφερε πιά. Η εποχή μας κάνει μονόλογο. Οι συνάνθρωποι κωφεύουν, εθελοτυφλούν. Όταν ήμασταν παιδιά, τις νύχτες παίζαμε κρυφτό αλλά πάντα μας βρίσκανε κι όταν πάλι είχαμε καλά κρυφτεί, υπήρχε το φτού ξελεφτερία. Τώρα όμως;

1 σχόλιο:

John D. Carnessiotis "Asteroid" είπε...

Έχουμε όλοι τέτοιες πλατείες. Μικρές γωνιές της πόλης, που γι' άλλους μπορεί να μη σημαίνουν τίποτε, ενώ για μας είναι σαν κάτι από το κέντρο του σύμπαντος. Κάποιοι μπορεί να περνούν κάθε μέρα από κει, βιαστικοί και απολυάσχολοι και συχνά συνοφρυωμένοι. Αυτοί προσπερνούν. Εμείς κοντοστεκόμαστε. Όσο απασχολημένοι κι αν είμαστε, όσο στενοχωρημένοι ή προβληματισμένοι κι αν νοιώθουμε από κάτι, κοντοστεκόμαστε και για μια μικρή, πολύτιμη στιγμή, σαν να προσκυνούμε, γυρνούμε πίσω, βυθιζόμαστε σ' όσα ήταν για μας αυτή η μικρή κι ασήμαντη γωνιά...
Όλοι κουβαλάμε τέτοιες πλατείες και στενά και γωνίτσες μέσα μας. Κι όσο τις κουβαλάμε, ζούμε σ' επαφή μ' αυτό που πραγματικά και βαθιά μέσα μας είμαστε...
Έρρωσο, Κώστα! (Και γράφε πάντα έτσι όμορφα κι αυθεντικά!).